εντέλεια

εντέλεια
η совершенство; безупречность;

στην εντέλεια — в совершенстве, безупречно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εντέλεια" в других словарях:

  • ἐντελείᾳ — ἐντελείᾱͅ , ἐντέλεια completeness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέλεια — completeness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντέλεια — η (AM ἐντέλεια) τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς) νεοελλ. φρ. «στην ἐντέλεια» πλήρως, πολύ καλά αρχ. πλήρη δικαιώματα …   Dictionary of Greek

  • εντέλεια — η τελειότητα, πληρότητα, αρτιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντελείας — ἐντελείᾱς , ἐντέλεια completeness fem acc pl ἐντελείᾱς , ἐντέλεια completeness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέλειαι — ἐντέλεια completeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέλειαν — ἐντέλεια completeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοτέλεια — η (Α αὐτοτέλεια) [αυτοτελής] νεοελλ. αυθυπαρξία, ανεξαρτησία αρχ. άκρα τελειότητα, εντέλεια …   Dictionary of Greek

  • εκτέλεια — ἐκτέλεια, η (Α) εντέλεια …   Dictionary of Greek

  • ιστοτέλεια — ἱστοτέλεια, ἡ (Α) επιδέξια υφάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τέλεια (< τελής < τέλος), κατά το σχήμα εντελής: εντέλεια, λυσιτελής: λυσιτέλεια, χωρίς τη μεσολάβηση επιθ. *ἱστοτελής] …   Dictionary of Greek

  • καθαρτισμός — καθαρτισμός, ὁ (Α) καταρτισμός, εντέλεια, τελειότητα («οὐδὲν ἔλιπε τῷ θεῷ, οὕτως οὐδὲ τῷ καθαρτισμῷ τῷ κατ / ἄνθρωπον, ἵνα τέλειος ἐν ἑκατέρᾳ φύσει τυγχάνη», Αμβρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»